Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Θέλω νὰ γίνω Χριστιανός...
Ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολὴ στὴν Κορέα
 
Ξεκινήσαμε σχετικῶς πρωὶ γιὰ τὶς φυλακές. Σὲ τρεῖς ὧρες περίπου θὰ φτάναμε.
Σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ ἤμουν ἀνήσυχος. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν κορεατικὲς φυλακὲς καὶ δὲν ἤξερα τί θὰ συναντούσαμε. Σκεφτόμουν διάφορα. Ὁ κ. Κίμ, ὁ Κορεάτης ὁδηγός, δὲν φαινόταν κι αὐτὸς νὰ ‘χε ὄρεξη γιὰ πολλὲς κουβέντες. Σιωπηλοὶ καὶ σκεπτικοὶ διανύαμε τὰ χιλιόμετρα ποὺ μᾶς ἔφερναν ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὶς φυλακές.
– Τί μπορεῖ, στ’ ἀλήθεια, νὰ πάθει κανείς; Διέκοψε κάποια στιγμὴ τὴν σιωπή. Νὰ βρεθεῖ στὰ καλὰ καθούμενα στὴν φυλακή!
– Πῶς ἔγινε; τὸν ρώτησα. Δὲν ξέρω πολλὲς λεπτομέρειες. Ξέρω μόνον ὅτι ὁ καημένος ὁ Γιοχᾶν εἶναι ἀθῶος.
– Ὁ Γιοχᾶν δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση. Ξέρετε, πάτερ, πόσοι ἄνθρωποι βρίσκονται ἄδικα στὴ φυλακὴ μετὰ τὴν τελευταία οἰκονομικὴ κρίση πού ἔπληξε τὴν Κορέα; Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι κι ὁ δικός μας Κατηχούμενος. Ἦταν συνέταιρος, συνέχισε νὰ μοῦ ἐξηγεῖ ὁ κ. Κίμ, μὲ κάποιον σὲ μία ἐπιχείρηση. Τελευταία οἱ δουλειὲς δὲν πήγαιναν καλά. Ἡ ἐπιχείρηση φαινόταν πὼς ὁδηγοῦνταν στὴν διάλυση. Ὁ Γιοχᾶν ἔδειξε ἐμπιστοσύνη στὸν συνέταιρό του καὶ τὴν πάτησε. Ἐκεῖνος βλέποντας τὴν ἄσχημη κατάσταση μπόρεσε, πλαστογραφώντας τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Γιοχᾶν, νὰ πάρει ὅσα χρήματα εἶχαν στὶς Τράπεζες καὶ νὰ φύγει στὸ ἐξωτερικό. Ἔμεινε πίσω ὁ Γιοχᾶν νὰ χρωστάει τεράστια ποσά. Ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ἀπὸ τὴν μία μέρα στὴν ἄλλη βρέθηκε στὴν φυλακή!
– Ἡ οἰκογένειά του;
– Ἔπιασε, εὐτυχῶς, δουλειὰ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ ψευτοβγάζουν…
Βυθισμένοι καὶ πάλι στὶς σκέψεις μας μέναμε σιωπηλοί. Μέχρι ποὺ φτάσαμε ἔξω ἀπ’ τὴν τεράστια σιδερένια ἐξώπορτα τῆς φυλακῆς.
– Κύριε Κίμ, πόσοι εἶναι οἱ κρατούμενοι;
– Πολλοί, μοῦ ἀπάντησε ἀπρόθυμα. Δώσαμε τὰ στοιχεῖα μας καὶ μπήκαμε στὴν λίστα ἀναμονῆς.
– Βλέπετε, πάτερ, μοῦ λέει ὁ κ. Κὶμ καὶ μοῦ ἔδειξε τὸ γραφεῖο παραλαβῆς καὶ ἐλέγχου ἀντικειμένων. Οἱ φύλακες κι ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ ἐπισκέπτες, δίνουν στοὺς κρατούμενους αὐτὰ ποὺ τοὺς φέρνουν. Οἱ φυλακισμένοι δὲν ἔχουν καμιὰ σωματικὴ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἐπισκέπτες τους.
Ἄρχισα νὰ συνειδητοποιῶ πόσο αὐστηρὰ ἦταν τὰ μέτρα ἀσφαλείας. Ἦρθε ἡ σειρά μας. Παραδώσαμε γιὰ ἔλεγχο ἕνα βιβλίο, λίγους ξηροὺς καρπούς, ἕνα κομποσχοίνι καὶ ἕναν μεταλλικὸ Σταυρό. Μᾶς ἐπέστρεψαν ὡς ἀπαράδεκτα τὸ κομποσχοίνι καὶ τὸν Σταυρό!
– Αὐτὰ δὲν ἐπιτρέπονται.
– Μὰ γιατί, διαμαρτυρήθηκα.
– Ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν Νόμο, μᾶς ἐξήγησε μὲ τὸ γνωστὸ ἀσιατικὸ χαμόγελο μία ἔνστολη δεσποινίδα, ποὺ δὲν ἄφηνε περιθώρια γιὰ περαιτέρω συζητήσεις.
– Πάτερ, μὴν ἐπιμένετε, μὲ συμβούλευσε ὁ κ. Κίμ. Φοβοῦνται τὶς αὐτοκτονίες, ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχουν αὐξηθεῖ δραματικά. Ἀπαγορεύουν κάθε τί μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νὰ ἀφαιρέσει τὴν ζωή του.
– Κατάλαβα, εἶπα καὶ κάθισα σὲ ἕναν πάγκο ἀμίλητος.
Μία σκέψη μόνο κυριαρχοῦσε ἔντονα στὸ μυαλό μου: Οἱ ἐπισκέψεις τῶν πρώτων Χριστιανῶν στοὺς κρατουμένους γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Μὲ πόσες δυσκολίες τοὺς ἐπισκέπτονταν. Καὶ μὲ πόσες προφυλάξεις. Διακινδυνεύοντας τὴν ἴδια τοὺς τὴν ζωή, τοὺς μετέφεραν τὴν Θ. Κοινωνία!
Μετὰ ἀπὸ μίας ὥρας ἀναμονὴ ἦρθε ἡ σειρά μας. Δρασκελίσαμε τὸ κατώφλι τῆς ἐξώπορτας μὲ χαρὰ ποὺ θὰ βλέπαμε τὸν Γιοχᾶν, ἀλλὰ καὶ μὲ δυσαρέσκεια γιὰ τὴν ὀλιγόλεπτη ἄδεια ἐπισκέψεως.
– Τί νὰ πρωτοπεῖς μέσα σὲ πέντε λεπτά; μουρμούρισα.
Περάσαμε ἀπὸ τὶς πόρτες ἀσφαλείας καὶ φθάσαμε σ’ ἕναν μεγάλο διάδρομο. Ἕνας τοῖχος χώριζε τοὺς κρατουμένους ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Ἀπὸ τὴ μέσα κι ἔξω μεριὰ τοῦ τοίχου ὑπῆρχαν σ’ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ κολλημένοι θαλαμίσκοι δύο ἀτόμων. Στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο ὁ κρατούμενος μὲ τὸν δεσμοφύλακα-πρακτικογράφο καὶ στὸν ἐξωτερικὸ οἱ ἐπισκέπτες. Στὸ ὕψος τοῦ προσώπου μας ἕνα παράθυρο μὲ χοντρὲς σιδεριὲς κι ἕνα παχὺ τζάμι μὲ μικρὲς τρύπες μόλις γιὰ νὰ ἀκούγεται ἡ συνομιλία. Καμιὰ ἄλλη δυνατότητα ἀνθρώπινης σωματικῆς ἐπαφῆς.
Ὁ Γιοχᾶν ἐρχόμενος ἀπὸ μακριά, μόλις μᾶς ἀντικρυσε ἔκανε τὴν γνωστὴ ἀσιατικὴ ὑπόκλιση καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Συγκλονίστηκα. Ἡ σκέψη μου ἔτρεξε ἀσυναίσθητα καὶ πάλι τοὺς πρώτους Χριστιανούς. Τὸ ἔνιωθες πὼς δὲν ὑπῆρχε καμιὰ οὐσιαστικὴ διαφορά, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὴν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου.
Ἦταν συγκινημένος. Μετὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια ἐπικοινωνίας μᾶς ἐξέφρασε τὸ παράπονό του. Καταλάβαμε πὼς περνοῦσε δύσκολες στιγμές. Ἡ ἀδικία τοῦ συνεργάτη του τὸν εἶχε τσακίσει. Ἡ πίστη τοῦ εἶχε κλονιστεῖ.
– Γιατί, ξέσπασε, νὰ βασανίζομαι ἄδικα; Γιατί τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεός; Ἀφοῦ εἶμαι ἀθῶος. Γιατί…
Ἄρχισε νὰ κλαίει ἀπαρηγόρητα. Τέτοιες στιγμὲς καταλαβαίνεις τὴν μεγάλη ἀξία ποὺ ἔχει ἡ σωματικὴ ἐπαφή. Νὰ μὴν μπορεῖς νὰ σφίξεις τὸ χέρι τοῦ συνανθρώπου σου γιὰ νὰ τοῦ ζεστάνεις τὴν καρδιά του!
Καθὼς ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί, ὁ δεσμοφύλακας-πρακτικογράφος σήκωσε τὰ μάτια τοῦ ἀπ’ τὰ χαρτιά του καὶ μὲ κοίταξε κατάματα. Ἔνιωσα σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε:
– Ὁρίστε, λοιπόν. Γιὰ νὰ δοῦμε τί ἀπάντηση ἔχει ἡ θρησκεία σου νὰ δώσει στὸ πρόβλημα αὐτοῦ του ταλαίπωρου ἀνθρώπου!
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ κ. Κὶμ προσπαθοῦσε κάτι νὰ πεῖ γιὰ νὰ δώσει λύση στὴν ἀμηχανία τῆς στιγμῆς, μίλησα μὲ τὸν Θεό. Τοῦ ζήτησα τὸν φωτισμό Του. Τὸν παρακάλεσα. Ἐκεῖνος νὰ «μιλήσει», νὰ «ἐξηγήσει»… Ὕστερα πῆρα τὸ θάρρος καὶ τοῦ εἶπα:
– Κᾶνε ὑπομονή. Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐπέτρεψε νὰ βρεθεῖς στὴν φυλακὴ γιὰ νὰ κάνεις γνωστὸ τὸ ὄνομά Του σὲ κάποιες ψυχὲς ποὺ ψάχνουν ἂν Τὸν βροῦν. Ποῦ ξέρεις. Θυμήσου τὶς ἱστορίες ἀπ’ τὴν ζωὴ τῶν μαρτύρων. Θυμήσου τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τί ἔγραφε μέσα ἀπὸ τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς. Θυμήσου αὐτὰ ποὺ λέγαμε πέρυσι στὴν κατήχηση.
– Σᾶς εὐχαριστῶ, πάτερ. Χρειάζομαι βοήθεια. Εἶμαι ἀδύναμος στὴν πίστη. Ἡ μοναξιὰ τῆς φυλακῆς, ἕνα χρόνο τώρα, μ’ ἔφερε σὲ ἀπελπισία. Συγγνώμη…
– Σὲ καταλαβαίνω. Εἶναι ἀνθρώπινο νὰ κλονιστεῖ κανεὶς μετὰ ἀπὸ μία τέτοια ἀδικία, ποὺ τὴν πληρώνει, μάλιστα, τόσο πολὺ ἀκριβά. Στὴ θέση σου δὲν ξέρω κι ἐμεῖς τί θὰ κάναμε. Σὲ παρακαλοῦμε, ὅμως, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης στὸν Ὁποῖο πιστεύουμε, δεῖξε μεγαλοψυχία στὸν συνέταιρό σου. Συγχώρα τὸν, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου, γιὰ ὅ,τι σου ἔκανε. Ἔτσι θὰ ἠρεμήσεις. Καὶ μὴν ξεχνᾶς νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴν σωτηρία του. Αὐτὸ δὲν μᾶς δίδαξε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρό; Προσπάθησε μὲ τὸ παράδειγμά σου νὰ μιλήσεις γιὰ τὸν Χριστὸ στοὺς συγκρατουμένους σου.
– Ποιὸς νὰ καταλάβει ἀπὸ τέτοια, πάτερ, ἐδῶ μέσα. Ἡ φυλακὴ ἀγριεύει τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε, ὅπως ξέρετε, οἱ περισσότεροι ἐδῶ μέσα εἶναι βουδδιστὲς ἢ ἄθρησκοι.
– Προσπάθησε ἐσὺ καὶ τ’ ἄλλα ἄφησε τὰ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Κάποιες φορὲς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὄχι μακριά μας, ἀλλὰ δίπλα μας, πολὺ κοντά μας ποὺ ἀναζητοῦν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Συγγνώμης. Διψοῦν γιὰ λίγη ζεστασιὰ καὶ πρέπει ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ τοὺς προσφέρουμε…
Καθὼς μιλοῦσα, ἀπὸ τὴν μία ἔβλεπα τὸν Γιοχᾶν νὰ συνέρχεται, νὰ ξαναβρίσκει τὴν κλονισμένη πίστη κι ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεὸ καὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸν δεσμοφύλακα-πρακτικογράφο νὰ γράφει καὶ νὰ μὲ κοιτάζει περίεργα. Ὅταν συναντιόντουσαν οἱ ματιὲς μας ἔξυνε ἀμήχανα τὸ κεφάλι του σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ κάτι. Στὸ τέλος τ’ ἀποφάσισε καὶ μίλησε.
– Θέλω νὰ γίνω Χριστιανός! μᾶς εἶπε.
– Τί;
– Ναί, χρόνια ψάχνω νὰ βρῶ ἕναν Θεὸ ποὺ νὰ διδάσκει τὴν ἀγάπη, ὅπως τὴν ἄκουσα ἀπὸ σᾶς σήμερα…
Οἱ τελευταῖες λέξεις του καλύφθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο τῆς σειρήνας ποὺ εἰδοποιοῦσε γιὰ τὴν λήξη τοῦ πεντάλεπτου.
Καθὼς φεύγαμε, ἀφήναμε πίσω μας τὸν Γιοχᾶν μὲ τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπει ἀπὸ χαρὰ καὶ ἕναν «κρυπτοχριστιανὸ» -τὸν δεσμοφύλακα- νὰ φωνάζει προστακτικὰ νὰ περάσει ὁ ἑπόμενος φυλακισμένος στὸν θαλαμίσκο τοῦ ἐπισκεπτηρίου.
– Γιοχᾶν, πρόλαβα νὰ πῶ μὲ ὑπονοούμενα, τὸν δεσμοφύλακα καὶ τὰ μάτια σου…
Τσὸ Σὸνγκ Ἂμ
Σεοὺλ Κορέας

___________________________
1 Ἡ μεγάλη οἰκονομικὴ κρίση τῆς Κορέας (IMF) ξέσπασε τὸ 1997 καὶ τερματίστηκε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια.
2 Ὁ δεσμοφύλακας-πρακτικογράφος στέκεται πάντα δίπλα στὸν κρατούμενο καὶ κρατάει τὰ πρακτικὰ τῆς συζητήσεως. Ἐπεμβαίνει ἢ διακόπτει τὴν συζήτηση, ὅταν ἐκεῖνος κρίνει, σύμφωνα μὲ τὶς κορεατικὲς ἀρχές, ὡς ἀκατάλληλο τὸ περιεχόμενό της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπαγορεύεται ἡ συζήτηση νὰ γίνει σὲ ξένη γλώσσα.
Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός 
Τεῦχος 93
ΠΗΓΗ: http://www.impantokratoros.gr/B73F775A.el.aspx



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου