Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας εἶναι μία ἀπὸ τὶς ὀκτὼ Μητροπολιτικὲς περιφέρειες τῆς Ἀποστολικής  Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Βρίσκεται στὸ νοτιοανατολικὸ τμῆμα τοῦ Νομοῦ Λασιθίου καὶ περιλαμβάνει τὶς Ἐπαρχίες Ἱεράπετρας καὶ Σητείας καὶ τὶς τέως Κοινότητες Καλοῦ Χωριοῦ Μεραμβέλλου καὶ Κάτω Σύμης Βιάννου μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῆς Ἱεράπετρας.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι στὸ β΄ μισό του α΄ αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἀπόστολος Τίτος, ποὺ τὸν εἶχε ἀφήσει ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν Κρήτη γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε τὶς Ἐπισκοπὲς τῆς Κρήτης. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ποὺ ἀναφέρει στὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ «τούτου χάριν κατέλιπον σὲ ἐν Κρήτη, ἴνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσης καὶ καταστήσης κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγὼ σοὶ διεταξάμην...» (Τίτ. 1,5), διευκρινίζοντας ὅτι πρεσβυτέρους ὀνομάζει τούς  Ἐπισκόπους. Ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεράπετρας εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ἱστορικὰ στὸ Νομὸ Λασιθίου καὶ θεωρεῖται μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἱδρύθηκαν στὴν Κρήτη.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Φλαμίνιο Κορνήλιο στὸ ἔργο τοῦ Kreta Sacra καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἀθανασίου Παπαδοπούλου-Κεραμέως στὸ «Μαρτυρολόγιο τῶν Ἁγίων Δέκα Μαρτύρων», ἡ ἵδρυσή της χρονολογεῖται γύρω στὸ 68 μ. Χ.
Ἐπίσης, τὸ ἀκρωτήριο «Σαλμώνη», ποὺ ἀναφέρεται στὶς Πράξειςτων Αποστολων (Πρ. 27,7) «ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην» πὼς πέρασε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας στὴ Ρώμη, πρὶν νὰ ἀράξει τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε στοὺς Καλοὺς Λιμένες, εἶναι τὸ ἀκρωτήριο «Κάβο Σίδερο», τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὸ ἀνατολικότερο ἄκρο τῆς Κρήτης, καὶ συγκεκριμένα στὴν ἐπαρχία Σητείας καὶ στὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τοπλοῦ.
Ἀκόμα, σύμφωνα μὲ μία παράδοση ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατὰ τὴν τέταρτη ἀποστολικὴ περιοδεία του, ἀποβιβάστηκε γιὰ ἀνεφοδιασμὸ ἀνατολικὰ της  Ἱεράπετρας, ὅπου καὶ κτίστηκε μία ἐκκλησία μὲ 12 κολῶνες στὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γεγονὸς ποὺ ἐνισχύει τὴν ἐπικρατοῦσα παράδοση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μαζὶ μὲ τὸν μαθητὴ τοῦ Τίτο ἵδρυσαν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱεραπύτνης καὶ τῆς Σητείας. Ὁ ναὸς δὲν διασώζεται σήμερα, ὅμως περιγράφεται τὸ 1687 ἀπὸ τὸν Randolph τὶς περιηγήσεις του στὴν Κρήτη ποὺ γράφει: «Ἀνατολικά της Ἱεράπετρας περίπου 10 μίλια, ἐπισκέφτηκα ἕνα μοναστήρι μέσα σὲ μία σπηλιὰ δίπλα σὲ ἕνα βουνό. Ἐκεῖ ὅπου λέγεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκήρυξε. Σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιὰ εἶναι μία ἐκκλησία μὲ 12 κολῶνες κομμένες ἀπὸ τὸ βράχο καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ χριαστιανοὶ τὴν ἔκτισαν νύκτα καὶ σὲ διάστημα μηνός».
Ἡ ἀνασκαφικὴ ἔρευνα ἀπὸ τὸν Σύλλογο «Βιτσέντζος Κορνάρος» Σητείας, ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια σημαντικὰ στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ὑποστηριχτεῖ ὅτι αὐτὸς ὁ δωδεκακίονος σπηλαιώδης ναός, ὁ ὁποῖος ἦταν καθολικὸ γυναικείας Μονῆς καὶ κτίστηκε τὸν πρῶτο μ.Χ. αἰώνα, βρίσκεται στὴν περιοχὴ τοῦ Μακρὺ Γιαλοῦ. Ἀκόμη ἡ ἔρευνα αὐτὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Μακρὺ Γυαλοῦ, ἔφερε σὲ φῶς σπηλιὰ μὲ κτίσματα καθὼς καὶ τὸν χαρακτηριστικὰ κομμένο βράχο ποὺ περιγράφει ὁ Randolph.
Ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἐπικυρωμένη ἀναφορὰ γίνεται τὸ 343 μ.Χ. ὅταν ὀ Επίσκοπος Ἱεραπύτνης Σύμφορος μετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (Σόφιας). Τὸ 457 μ.Χ. στὴν τοπικὴ Σύνοδο Κρήτης μνημονεύει καὶ ὑπογράφει ὁ Εὐφρόνιος ὡς Ἐπίσκοπος Ἱεραπύτνης, ἐνῶ κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τὸ 787 ἀναφέρεται καὶ ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεραπύτνης.
Τὸν 7ο ἢ τὸν 8ο αἰώνα τοποθετεῖται ἡ ἵδρυση τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Σητείας. Ἡ Ἀραβικὴ κατάκτηση τοῦ 823 ἐπέφερε πρωτοφανεῖς διωγμοὺς στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἀπὸ τὸ 961 μ.Χ. μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Φωκὰ ἀναβιώνει τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ φρόνημα τῶν κατοίκων της καὶ ἡ ἐπανασύσταση καὶ δραστηριοπόηση τῶν Ἐπισκόπων. Οἱ ἱστορικοί της ἐποχῆς ἀναφέρουν ὅτι ἡ καταστροφικὴ ἐπιδρομὴ τῶν πειρατῶν στὶς παράλιες πόλεις τῆς Κρήτης ἀνάγκαζαν τὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τους σὲ μεγάλα χωριὰ στὸ ἐσωτερικό της Κρήτης ποὺ ἀκόμα φέρνουν τὸ ὄνομα Ἐπισκοπῆ, ὅπως π.χ. στὴν περιοχὴ Ἱεράπετρας στὸ χωριό Επισκοπη καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Σητείας ἡ Ἐπάνω καὶ Κάτω Ἐπισκοπῆ μὲ ὑπάρχουσες μέχρι σήμερα κατοικίες Ἐπισκόπων. Δηλαδὴ ὁρισμένες περιφέρειες κατὰ καιροὺς ἀποτελοῦσαν ἀνεξάρτητες Ἐπισκοπὲς ὅπως φαίνεται στὸ Παρισινὸ τακτικὸ 1555Α΄ τοῦ Λέοντος Γ΄ καὶ τοῦ Κωνσταντίνου Ἐ΄, ποὺ χρονολογεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 731-746 μ. Χ.
Κατὰ τὴν Ἐνετοκρατία, μετὰ τὸ 1204, οἱ Φράγκοι κατακτητὲς συγχώνευσαν τὶς Ἐπισκοπὲς καὶ ἀντὶ Ὀρθοδόξων τοποθετοῦσαν Λατίνους Ἐπισκόπους ἢ Ἕλληνες ποὺ εἶχαν φραγκέψει. Ὁ πρῶτος Λατίνος Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἀντώνιος ἀπὸ τὴ Βενετία (1317-1323). Ἀκολουθοῦν περὶ τοὺς εἴκοσι (20) Λατίνους ἢ Λατινόφρονας Ἐπισκόπους. Ὁ τελευταῖος Γεώργιος Μινόττος (1634-1651) παραδίδει τὴν Ἐπισκοπὴ Σητείας στοὺς Τούρκους. Στὴν περίοδο αὐτὴ οἱ δύο ἐπαρχίες ἄλλοτε ἦταν ἑνωμένες καὶ ἄλλοτε ὄχι, ἀνάλογα μὲ τὰ συμφέροντα τῶν κατακτητῶν, ὁ δὲ Ἐπίσκοπος ἔφερε πάντα τὸν τίτλο «Ἱεραπέτρας», συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἐπισκοπῆς «Πέτρας». Ἡ Ἱερὰ Ἐπισκοπὴ Ἱεραπύτνης περιελάμβανε ὁλόκληρο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Νήσου, ἀπὸ τὴν Σητεία ἕως τὴν Βιάννο καὶ τὴν Χερρόνησο, δηλαδὴ τὴν σημερινὴ Χερσόνησο τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου.
Κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μέρος τῆς περιφερείας τῆς Ἐπισκοπῆς Ἱεραπύτνης ἢ Ἱεραπέτρας (ἐπαρχίες Μεραμβέλλου, Λασιθίου καὶ Βιάννου) ἀποσπάσθηκε ἂπ΄ αὐτὴν καὶ ἀποκόπηκε ὁ τίτλος της, παραμένουσα ἡ πρώτη ὡς Ἐπισκοπῆ Ἱερᾶς καὶ ἡ δεύτερη ὡς Ἐπισκοπῆ Πέτρας. Ἀπὸ τότε στὴν Ἐπισκοπὴ Ἱερᾶς ἢ Ἱερᾶς καὶ Σητείας ἀνήκουν οἱ Ἐπαρχίες Ἱεράπετρας καὶ Σητείας καὶ οἱ τέως Κοινότητες Καλοῦ Χωριοῦ Μεραμβέλλου καὶ Κάτω Σύμης Βιάννου.
Γιὰ ὁρισμένο μικρὸ διάστημα ἡ Ἐπαρχία Σητείας ἀποτέλεσε ἰδιαίτερη Ἐπισκοπὴ μὲ τελευταῖο Ἐπίσκοπο τὸν μακαριστὸ Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητὲς στὸ Ἡράκλειο τὸ 1822 μ.Χ. Καὶ πάλι ὅμως οἱ δύο ἐπαρχίες Ἱεράπετρας καὶ Σητείας ἀποτέλεσαν μία ἑνιαία Μητροπολιτικὴ περιφέρεια, τὴν Ἱερὰ Ἐπισκοπὴ Ἱερᾶς καὶ Σητείας ἢ Ἱεροσητείας.
Στὴν Τουρκοκρατία (1669-1898) ἐπανιδρύθηκαν οἱ Ἐπισκοπὲς στὴν Κρήτη καὶ ἐγκαταστάθηκαν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Τότε ὑπῆρχαν δύο Ἐπισκοπὲς «Ἱερᾶς» καὶ «Σητείας» καὶ ἀπὸ τὸ 1832 συγχωνεύτηκαν σὲ μία μὲ τὸ ὄνομα «Ἱεροσητείας». Πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσητείας μετὰ τὴν τουρκικὴ κατάληψη εἶναι ὁ Γεράσιμος Μαγγανάρης (1832-1841). Ὀνομαστὸς ὑπῆρξε ὁ προκάτοχος τοῦ Ἀρτέμιος Παρδάλης (1811-1821), ὁ ὁποῖος ἐπέδειξε σημαντικὴ ἐθνικὴ δράση στὰ χρόνια της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, καὶ τὸ 1845 ἐξελέγη ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας.
Σὲ ὅλα τὰ δύσκολα χρόνια καὶ κυρίως τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, ὅπως καὶ γενικότερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, κράτησαν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, διατήρησε ἀναλλοίωτη τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ παράδοση καὶ τὸ πατριωτικὸ φρόνημα τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλόθεου λαοῦ μας.
Ὀνομαστοὶ καὶ λόγιοι Ἱεράρχες ὑπῆρξαν ὁ Καλλίνικος (1841-1845), ὁ Ἰλαρίων Κατσούλης (1846-1869), ποὺ ὀργάνωσε τὴν ἐκπαίδευση ἱδρύοντας ἐκπαιδετικὸ φροντιστήριο, ὁ Νεόφυτος (1869-1878), καὶ οἱ Γρηγόριος Παπαδοπετράκης ἀπὸ τὰ Σφακιὰ (1880-1889) καὶ ὁ Ἀμβρόσιος Σφακιανάκης (1890-1929) ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο. Ἀπὸ τὸ 1932 ἕως τὸ 1936 μὲ τὸ νόμο 5621 οἱ Ἐπισκοπὲς Ἱεροσητείας καὶ Πέτρας συγχωνεύτηκαν σὲ μία μὲ τὸν τίτλο «Ἐπισκοπῆ Νεαπόλεως» καὶ μὲ Ἐπίσκοπο τὸν Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη. Τὸ 1936 καταργήθηκε ὁ νόμος 5621 καὶ ἐπανασυστάθηκε ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱερᾶς καὶ Σητείας στὴν ὁποία ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὁ Φιλόθεος Μαζοκοπάκης ἀπὸ τὴν Κίσαμο (1936-1960).
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀργότερα διὰ τῆς ὑπ' ἀριθμοῦ 812 πράξεως τοῦ ἔτους 1962 προήγαγε τὴν Ἐπισκοπὴ Ἱεροσητείας σὲ Μητρόπολη μὲ τὸν τίτλο Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας καὶ πρῶτο Μητροπολίτη τὸν ἀείμνηστο Φιλόθεο Βουζουνεράκη (1961-1993).
Τὸ ἔτος 1993 ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος ἀνύψωσε τὶς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καὶ συνεπῶς καὶ τὴν Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, εἰς ἐν ἐνεργεία Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἡ ἀνακήρυξη ἀναφέρει ὅτι: «ἡ ρηθεῖσα τιμῆς ἕνεκεν Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἐφεξῆς ὑπάρχη καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γιγνώσκηται Ἱερὰ Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, ὁ δὲ ἐν αὐτὴ ἀρχιερατεύων τιτλοφορῆται Ἱερώτατος Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἀνατολικῆς Κρήτης».
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1994 ἡ Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐξέλεξε σὲ κανονικὴ διαδοχὴ καὶ διὰ παμψηφίας τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας κ.κ. Εὐγένιο (Πολίτη), ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Ἀνατολικῆς Κρήτης.
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας περιλαμβάνει 86 Ἐνοριακοὺς Ναούς, 210 Ἐνοριακὰ Παρεκκλήσια, 408 Ἐξωκκλήσια, 70 Ναοὺς Κοιμητηρίων, 11 Μοναστηριακοὺς Ναοὺς καὶ περὶ τοὺς 90 ἐγγάμους καὶ ἀγάμους κληρικούς. Οἱ ἐν ἐνεργεία Μονὲς εἶναι οἱ ἑξῆς ἔξι: ἡ Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Παναγίας Ἀκρωτηριανῆς καὶ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Τοπλοῦ Σητείας, ἡ Ι. Μονὴ Παναγίας Φανερωμένης Ἱεράπετρας, ἡ Ι. Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου Καψὰ Σητείας (Ἀνδρικὰ Μοναστήρια), ἡ Ι. Μονὴ Παναγίας Ἑξακουστῆς Μαλλῶν Ἱεράπετρας, τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο «Ἄξιόν Ἐστι» Ἱεράπετρας καὶ τὸ Ἱερὸ Προσκύνημα Ἁγίων Πάντων Ἁγιασμένου Ἱεράπετρας (Γυναικεία Μοναστήρια), ἐνῶ ὑπάρχουν καὶ ἀρκετὲς ἱστορικὲς διαλελυμένες Μονές.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου